φατός

φατός
(I)
-ή, -όν, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος
2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.)
3. μτφ. περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
φατῶς Α
ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. φημί* + κατάλ. -τος* τών ρηματ. επιθ. Η λ. απαντά και ως β' συνθετικό σε σύνθ. (πρβλ. -φατος, θέσ-φατος, πολύ-φατος), τα οποία πρέπει να διακριθούν από τα σύνθ. σε -φατος που προέρχονται από το ρ. φαίνω (πρβλ. άπαρεμ-φατος, τηλέ-φατος) ή το ρ. θείνω «φονεύω» (πρβλ. δουρί-φατος, βλ. λ. φατός [ΙΙ])].
————————
(II)
-ή, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «φατοί
τεθνεῶτες»
β) φατόν
τεθνηκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. φατός (< ΙΕ *ghwņ-to-), το οποίο απαντά κυρίως ως β' συνθετικό λέξεων (πρβλ. δουρί-φατος, πρόσ-φατος) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα -φα- τής ρίζας τού ρ. θείνω «φονεύω» (βλ. λ. θείνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φατός — spoken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατά — φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατόν — φατός spoken masc acc sg φατός spoken neut nom/voc/acc sg φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd dual φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαταί — φατός spoken fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατοί — φατός spoken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατέ — φατός spoken masc voc sg φατε , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαθ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

  • οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”